- εξαττώ
- ἐξαττῶ, -άω (Α)κοσκινίζω καλά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάττω — ἐξᾴττω (Α) [αττω] 1. αττ. τ. τού εξαΐσσω* 2. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το ἐξᾷττον η σφοδρότητα … Dictionary of Greek
εξαΐσσω — ἐξαΐσσω και ἐξᾴσσω, και αττ. τ. ἐξᾴττω (Α) [αΐσσω] 1. πηδώ έξω, ορμώ προς τα εμπρός («ἐκ δέ τῶ άΐξαντε πυλάων», Ομ. Ιλ.) 2. αναπηδώ, ανατινάσσομαι 3. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) τὸ ἐξᾷττον βιαιότητα, σφοδρότητα … Dictionary of Greek